- ξε(γ)νοιάζω
- ξε(γ)νοιάζομαι αμετ.1) освобождаться от забот, хлопот, волнений; кончать хлопотное дело; 2) быть свободным от забот, ни о чём не беспокоиться
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξε(γ)νοιάζω — ξέ(γ)νοιασα, ξε(γ)νοιάστηκα, ξε(γ)νοιασμένος 1. παύω να νοιάζομαι, απαλλάσσομαι από έγνοιες, από φροντίδες, αποτελειώνω έργο: Ξέγνοιασα νωρίς σήμερα από τις δουλειές μου. 2. το μέσ., ξε(γ)νοιάζομαι παύω να φροντίζω, αδιαφορώ, μένω ήσυχος:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξενοιάζω — και ξεγνοιάζω και ξεννοιάζω 1. απαλλάσσομαι από φροντίδες και μέριμνες, ησυχάζω («ξένοιασα από τα μαθήματα») 2. τελειώνω κάποια δουλειά, ξεμπερδεύω από κάτι («ξένοιασα από τη συγγραφή τής διατριβής μου») 3. παύω να έχω ανησυχία για κάτι («όταν… … Dictionary of Greek